περισσότης

περισσότης
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. περιττότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισσότης — extravagance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότητα — περισσότης extravagance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότητος — περισσότης extravagance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότης — περισσότης extravagance fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότησι — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότησιν — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότητα — περισσότης extravagance fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότητας — περισσότης extravagance fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”